- φλεγμονῆς
- φλεγμονήfiery heatfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιγμορίτιδα — Φλεγμονή του βλεννογόνου που επενδύει τις κοιλότητες των ιγμορείων κόλπων, δηλαδή των παραρινικών κόλπων. Οι τελευταίοι διακρίνονται στους μετωπιαίους, στους ηθμοειδείς, στους σφηνοειδείς και στους γναθιαίους κόλπους. Προσβάλλει σπάνια παιδιά… … Dictionary of Greek
κυκλίτιδα — η ιατρ. μορφή φλεγμονής τού ραγοειδούς χιτώνα τού οφθαλμού που εντοπίζεται στο ακτινωτό σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cyclitis < cycl (< κύκλος) + κατάλ. itis (< ιτις), δηλωτική κάποιας φλεγμονής] … Dictionary of Greek
μυελίτιδα — (Ιατρ.). Φλεγμονώδης πάθηση του νωτιαίου μυελού. Εμφανίζεται στη φαιά ουσία του νωτιαίου μυελού (πολιομυελίτιδα) ή τη λευκή ουσία του (λευκομυελίτιδα) και, μερικές φορές, σε ολόκληρο το πλάτος του νωτιαίου μυελού (εγκάρσια μ.). Παρόμοια βλάβη… … Dictionary of Greek
οστεομυελίτιδα — (Ιατρ.). Φλεγμονώδης εξεργασία, η οποία προσβάλλει όλους τους ιστούς που συγκροτούν το οστό, δηλαδή το κυρίως οστό και τον μυελό. Κύριο αίτιο είναι ο χρυσίζων σταφυλόκοκκος, αλλά ο. μπορεί να προκληθεί και από άλλα μικρόβια, όπως ο στρεπτόκοκκος … Dictionary of Greek
φλογώδης — ες / φλογώδης, ῶδες, ΝΜΑ [φλόξ, φλογός] 1. όμοιος με φλόγα, καυτερός 2. αυτός που έχει το χρώμα τής φωτιάς, πυρρός, ξανθοκόκκινος νεοελλ. γεμάτος φλόγες αρχ. 1. ιατρ. ερυθρός λόγω φλεγμονής 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φλογῶδες α) ακτινοβολούμενη… … Dictionary of Greek
отокъ — ОТОК|Ъ (5*), А с. Опухоль, отек: июда отокомъ тѣла болѧше. Пал 1406, 74г; отокы и ˫азвы… помазывають. Там же, 137б; камыкъ. санфиръ… отокы и напыщени˫а цѣлить. Там же, 138б; ѿ много˫адень˫а ражаѥтьсѧ ѡтокъ желѹдкѹ. а ѿ отока ѡгнь а ѿ огнѧ см҃рть … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
άφθα — Εκδήλωση φλεγμονής, που συνήθως εντοπίζεται στη γλώσσα και γενικά στο βλεννογόνο του στόματος. Οι ά. είναι εξελκώσεις στρογγυλωπές, μεγέθους φακής, χρώματος λευκόφαιου, επώδυνες ιδιαίτερα κατά τη μάσηση. Προκαλούνται από ιογενείς λοιμώξεις σε… … Dictionary of Greek
ένεση — Μέθοδος εισαγωγής φαρμάκου ή εμβολίου στους ιστούς ή στο αίμα, με τη χρήση κατάλληλου οργάνου. Τα κύρια πλεονεκτήματα της μεθόδου αυτής, σε σχέση με τη χορήγηση των φαρμάκων από το στόμα, είναι η δυνατότητα να υπολογίζεται με ακρίβεια η δόση, η… … Dictionary of Greek
έντερο — Το τμήμα του πεπτικού σωλήνα που περιλαμβάνεται μεταξύ του στομάχου και του δακτυλίου του πρωκτού. Διακρίνεται σε λεπτό έ., που αρχίζει από τον πυλωρικό σφιγκτήρα και απολήγει στην ειλεοτυλφική βαλβίδα, το οποίο είναι υπεύθυνο για το μεγαλύτερο… … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek